ἰατρεύω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰᾱτρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἰατρός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[περιποιούμαι]] ιατρικά, [[θεραπεύω]], σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι υπό ιατρική [[φροντίδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εξασκώ]] την ιατρική [[τέχνη]], το ιατρικό [[επάγγελμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἰᾱτρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἰατρός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[περιποιούμαι]] ιατρικά, [[θεραπεύω]], σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι υπό ιατρική [[φροντίδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εξασκώ]] την ιατρική [[τέχνη]], το ιατρικό [[επάγγελμα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰᾱτρεύω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> заниматься врачебным делом, быть врачом: οἱ πρῶτοι ἰατρεῦσαι λεγόμεὸι Plut. слывущие первыми врачами;<br /><b class="num">2)</b> лечить (τὸν νοσοῦντα Plat.; τὴν διάρροιαν Arst.): τὸ ἰατρεύεσθαι Plat., Arst.; прохождение курса лечения; οἱ ἰατρευόμενοι Plat., Arst.; лечащиеся у врача, пациенты.
}}
}}