Anonymous

ἰατρεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰατρεύω]]) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], [[αποκαθιστώ]] την [[υγεία]] κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διορθώνω]], [[διευθετώ]] («τὴν [[φαυλότητα]] τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ [[φύσις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασκώ]] το ιατρικό [[επάγγελμα]] («τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰατρεύομαι</i><br />[[διατελώ]] υπό ιατρική [[θεραπεία]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἰατρεύω]]) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], [[αποκαθιστώ]] την [[υγεία]] κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διορθώνω]], [[διευθετώ]] («τὴν [[φαυλότητα]] τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ [[φύσις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασκώ]] το ιατρικό [[επάγγελμα]] («τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰατρεύομαι</i><br />[[διατελώ]] υπό ιατρική [[θεραπεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰᾱτρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἰατρός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[περιποιούμαι]] ιατρικά, [[θεραπεύω]], σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι υπό ιατρική [[φροντίδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εξασκώ]] την ιατρική [[τέχνη]], το ιατρικό [[επάγγελμα]], σε Αριστ.
}}
}}