πλεκτός: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλεκτός:''' -ή, -όν ([[πλέκω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλεκτός]], [[στριφτός]], πεπλεγμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>πλεκταὶ στέγαι</i>, οικήματα από πλεγμένα υλικά, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.· πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]], η [[πλεκτή]] [[εργασία]] της Αιγύπτου, δηλ. [[σχοινιά]] από βύβλο, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> πεπλεγμένος, [[στεφανωμένος]], [[ἄνθη]], σε Αισχύλ.· [[στέφανος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πλεκτός:''' -ή, -όν ([[πλέκω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλεκτός]], [[στριφτός]], πεπλεγμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>πλεκταὶ στέγαι</i>, οικήματα από πλεγμένα υλικά, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.· πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]], η [[πλεκτή]] [[εργασία]] της Αιγύπτου, δηλ. [[σχοινιά]] από βύβλο, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> πεπλεγμένος, [[στεφανωμένος]], [[ἄνθη]], σε Αισχύλ.· [[στέφανος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλεκτός:''' [adj. verb. к [[πλέκω]]<br /><b class="num">1)</b> плетеный ([[τάλαρος]] Hom.; στέγαι Aesch.; [[κύτος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> витой, крученый ([[σειρή]] Hom.): πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]] Eur. египетские канаты;<br /><b class="num">3)</b> сплетенный ([[στέφανος]] Eur.): [[ἄνθη]] πλεκτά Aesch. гирлянды цветов - см. тж. [[πλεκτή]].
}}
}}