στρυφνός: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρυφνός:''' -ή, -όν ([[στύφω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[γεύση]] που συσπά το [[στόμα]], [[οξεία]], δριμεία, [[στυφή]] [[γεύση]], σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για χαρακτήρα ή [[συμπεριφορά]], [[δύστροπος]], [[τραχύς]], [[αυστηρός]], [[δύσκολος]], [[αψύς]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''στρυφνός:''' -ή, -όν ([[στύφω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[γεύση]] που συσπά το [[στόμα]], [[οξεία]], δριμεία, [[στυφή]] [[γεύση]], σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για χαρακτήρα ή [[συμπεριφορά]], [[δύστροπος]], [[τραχύς]], [[αυστηρός]], [[δύσκολος]], [[αψύς]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=στρυφνός -ή -όν zuur, wrang; ook overdr. van personen en hun karakter zuur, nors. geneesk. samentrekkend, adstringerend.
}}
}}