στρυφνός

From LSJ

ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρυφνός Medium diacritics: στρυφνός Low diacritics: στρυφνός Capitals: ΣΤΡΥΦΝΟΣ
Transliteration A: stryphnós Transliteration B: stryphnos Transliteration C: stryfnos Beta Code: strufno/s

English (LSJ)

στρυφνή, στρυφνόν, of taste,
A sour, harsh, astringent, Pl.Ti.65d, X. Hier.1.22, Thphr. HP 3.12.4, Gal.6.68,450; τὸ σ. συνάγεν τὰν γεῦσιν πέφυκε Ti.Locr.101c; σ. μῆλα Antiph.188; βόλβα (because served with vinegar, etc.) Luc.Epigr.46; οἶνος Dsc.5.6; γάλα Sor.1.91; μᾶζα Hsch.; στρυφνοῦ καὶ αὐστηροῦ τὸ κοινὸν γένος ὀνομάζεται στῦφον Gal.6.475; τὸ σ. defined as more στῦφον than τὸ αὐστηρόν, ib.778, 15.641.
II metaph. of temper or manner, harsh, austere, σ. ἦθος Ar.V.877, Arist.HA491b16; ἄνθρωποι X.Cyr.2.2.11 (Comp.); οἱ σ. Arist.EN1157b14; ἐν τοῖς σ. καὶ πρεσβυτικοῖς ib.1158a2; οἴνου πολίτης ὢν κρατίστου στρυφνὸς εἶ Amphis 36. Adv. στρυφνῶς, ἐχθροῖς προσφερόμεθα Eust.931.45.
2 of style, harsh, austere, D.H.Amm. 2.2; τὸ τραχὺ καὶ σ. (v.l. στριφνόν) Id.Comp.22.
III stiff, rigid, dub. in Hp.VM14,15 (στριφν- cod. M); οὐρή dub. in Opp.C.1.411 (v.l. στριφνή).

German (Pape)

[Seite 957] von zusammenziehendem Geschmacke, herb, sauer, τὸ στρυφνὸν συνάγεν τὰν γεῦσιν πέφυκε, Tim. Locr. 101 c, τὰ περὶ τὲν γλῶτταν στρυφνά, Plat. Tim. 67 d; Xen. Hier. 1. 22. – Übertr., von saurem Ansehen. verdrießlichem Wesen, sauertöpfisch. mürrisch, ἦθος, Ar. Vesp. 877; Amphis bei Ath. I. 30 e; στρυφνὸς τὸν τρόπον Xen. Cyr. 2, 2, 11; Arist. probl. 31, 7; Jac. Philostr. imagg. p. 533, 604. – Auch = στριφνος, hart, fest, Jac. Philostr. imagg. 263; bei Opp. Cyn. 1, 411, οὐρὴ στρυφνὴ ἐκτάδιός τε langer Schwanz. – [Nach Draco 83, 2. 119 ist υ von Naur lang; also hängt es wohl mit στύφω zusammen.]

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'une saveur âcre, acerbe ; astringent ; fig., en parl. du caractère âpre, morose.
Étymologie: DELG ?

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρυφνός -ή -όν zuur, wrang; ook overdr. van personen en hun karakter zuur, nors. geneesk. samentrekkend, adstringerend.

Russian (Dvoretsky)

στρυφνός:
1 терпкий, вяжущий (χυμός Arst.);
2 острый, резкий (ὀσμαί Arst.);
3 угрюмый, мрачный (ἦθος Arph., Arst.; ἄνθρωπος Xen.; τρόπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

στρυφνός: -ή, -όν, (στύφω) ἐπὶ χυμοῦ ὅστις συσπᾷ τὸ στόμα, «στυφός», δριμὺς τὴν γεῦσιν, αὐστηρός, στυπτικός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Πλάτ. Τίμ. 65D, Ξεν. Ἱέρ. 1, 22· τὸ στρυφνὸν συνάγεν τὰν γεῦσιν Τίμ. Λοκρ. 101C· στρ. μῆλα Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμιαζομένῳ» 1· βόλβαν Ἀνθ. Π. 11. 410. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τρόπου ἢ ἤθους, τραχύς, αὐστηρός, δύσκολος, δύστροπος, στρ. ἦθος Ἀριστοφ. Σφ. 877, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἄνθρωποι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 11· οὐ στρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 5, 2· ἐν τοῖς στρ. καὶ πρεσβυτικοῖς αὐτόθι 8. 6, 1· - οἴνου πολίτης ὤν κρατίστου στρυφνὸς εἶ Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ στριφνός, δύσκαμπτος, τραχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282· οὐρὴ Ὀππ. Κυν. 1. 411· - Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 931. 45, Ἡσύχ., κλπ.· - στριφνός, στιφρὸς συχνάκις ἀπαντῶσιν ὡς διάφοροι γραφαί.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρυφνός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών του στόματος λόγω της δριμείας γεύσης του, στυφόςὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.)
2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) περίπλοκος, πολύπλοκος, μπερδεμένος
2. μτφ. (για λεκτικό ύφος) δυσνόητος
αρχ.
1. δύσκαμπτος
2. μτφ. (για χαρακτήρα ή ήθος) τραχύς, αυστηρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρυφνόν
η στρυφνότητα, η στυφάδα της γεύσης.
επίρρ...
στρυφνά /στρυφνῶς, ΝΜΑ
με στρυφνό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος, ο οποίος, κατά την πιθανότερη άποψη, συνδέεται με το ρ. στύφω και εμφανίζει εκφραστικό -ρ- κατ' αναλογία προς τους συγγενείς σημασιολογικώς τ. στρ-ιφνός, στρ-ηνής. 'Εχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι το επίθ. στρνφνός συνδέεται με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. strūben «ανορθώνω, σηκώνω», αρχ. σαξ. strūf «ανορθωμένος, τραχύς», ρωσ. strup «κρούστα, εσχάρα πληγής»). Η σύνδεση όμως αυτή παρουσιάζει μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

στρυφνός: -ή, -όν (στύφω),
I. λέγεται για γεύση που συσπά το στόμα, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση, σε Ξεν., Ανθ.
II. μεταφ., λέγεται για χαρακτήρα ή συμπεριφορά, δύστροπος, τραχύς, αυστηρός, δύσκολος, αψύς, σε Αριστοφ., Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: bitter, of taste, sour, astringent, severe (Pl., Ar., Arist. etc.).
Derivatives: -ότης f. bitterness, severity (Arist., Plu. a.o.), -όω to astringe (Plu. v.l., Eust.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: Expressive adj., which reminds in form and meaning στύφω (s. v.); anl. στρ- as in στριφνός, στρηνής, στράγξ. Connection outside Greek is however not excluded: Germ., e.g. OS strūf upright, stiff, raw, OHG strūbēn be stiff, strauben; also Slav., e.g. OCS strъpъtъ rawness, harshness, Russ. strúp scab, crust of a wound etc.; all uncertain; s., except Bq, WP. 2. 635, Pok. 1027, Vasmer s. v., also Fraenkel s. strùbas; everywhere w. further lit.

Middle Liddell

στρυφνός, ή, όν στύφω
I. of a taste which draws up the mouth, rough, harsh, astringent, Xen., Anth.
II. metaph. of temper or manner, harsh, austere, Ar., Xen.

Frisk Etymology German

στρυφνός: {struphnós}
Meaning: herb, vom Geschmack, sauer, zusammenziehend, streng (Pl., Ar., Arist. usw.)
Derivative: mit -ότης f. Herbheit, Strenge (Arist., Plu. u.a.), -όω zusammenziehen (Plu. v.l., Eust.).
Etymology: Expressives Adj., das sich in Form und Bed. mit στύφω (s. d.) berührt; anl. στρ- wie in στριφνός, στρηνής, στράγξ. Außer. griechische Anknüpfung ist indessen nicht ausgeschlossen: germ., z.B. asächs. strūf gesträubt, starrend, rauh. ahd. strūbēn ‘starren, strauben’; auch slav., z.B. aksl. strъpъtъ Rauheit, Härte, russ. strúp Schorf, Grind, Kruste einer Wunde u.a. m.; alles unsicher; s., außer Bq, WP. 2. 635, Pok. 1027, Vasmer s. v., auch Fraenkel s. strùbas; überall m. weiterer Lit.
Page 2,811-812

English (Woodhouse)

crabbed, of flavour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=στυφός, δύστροπος). Ἀπό τό στύφω (=στύβω, συστέλλω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.