διατρέχω: Difference between revisions

nl
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, παρακ. -[[δεδράμηκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] μέσα από ή πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[διέρχομαι]], [[διεξέρχομαι]], <i>τὸν βίον</i>, <i>τὸν λόγον</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., [[περιτρέχω]] προς διάφορες κατευθύνσεις, εδώ κι [[εκεί]], Λατ. discurrere, σε Αριστοφ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> δ. [[μέχρι]], [[εισδύω]] έως, [[διατρέχω]], [[διαπερνώ]] ως το [[σημείο]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''διατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, παρακ. -[[δεδράμηκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] μέσα από ή πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[διέρχομαι]], [[διεξέρχομαι]], <i>τὸν βίον</i>, <i>τὸν λόγον</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., [[περιτρέχω]] προς διάφορες κατευθύνσεις, εδώ κι [[εκεί]], Λατ. discurrere, σε Αριστοφ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> δ. [[μέχρι]], [[εισδύω]] έως, [[διατρέχω]], [[διαπερνώ]] ως το [[σημείο]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-τρέχω door... gaan, met acc.:; αἱ δὲ... ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον zij voeren door visrijke wateren Od. 3.177; met gen.:; θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας instemmend rumoer ging door de vergadering Plut. Pyrrh. 13.10; overdr. doorlopen:; ἵνα ὅτι τάχιστα διαδράμω τὸν λόγον opdat ik zo snel mogelijk de redevoering doorloop Plat. Phaedr. 237a; dóórdringen:. μέχρι τῶν κάτω δ. doordringen tot de onderste delen (van het lichaam) Plut. Pyrrh. 24.5. uiteengaan, zich verspreiden:. διατρέχοντες ἀστέρες vallende sterren Aristoph. Pax 838; νεφέλαι διέδραμον de wolken gingen uiteen Theocr. 22.20.
}}
}}