Anonymous

διατρέχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διατρέχω]])<br /><b>1.</b> [[περνώ]] από [[κάπου]], [[διασχίζω]] κάποιον χώρο («διέτρεξε την [[πεδιάδα]]», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων [[στρατόπεδον]]»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[διάγω]] («διατρέχει το εικοστό [[έτος]] της ηλικίας του»)<br /><b>3.</b> κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι [[εκεί]] («ληστές διατρέχουν την ύπαιθρο», «γυναικῶν διατρεχουσῶν εἰς ἀγοράν»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διαδίδομαι, απλώνομαι («φήμες διατρέχουν την [[πόλη]]», «ἐν τῷ σώματι διέδραμε [[γαργαλισμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) <i>τα διατρέχοντα</i>, <i>τα διατρέξαντα</i><br />γεγονότα, συμβάντα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διατρέχω]] κίνδυνο» — βρίσκομαι σε κίνδυνο, απειλούμαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[σύντομα]] χρονικά διαστήματα) [[περνώ]] [[γρήγορα]] ή [[περνώ]] [[χωρίς]] [[σημαντικά]] γεγονότα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («oἱ ἄγγελοι διατρέχουσιν νὰ πάρουν τὴν ψυχήν του»)<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) [[ενσκήπτω]], [[πέφτω]] (ὁμοίως διέδραμε καὶ ἡ λιμική»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[κίνηση]], ζω σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> «[[διατρέχω]] εἰς...» — [[φθάνω]], [[καταλήγω]]<br /><b>3.</b> «[[διατρέχω]] [[μέχρι]]» — [[εισδύω]], [[εισχωρώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχέως]] ή τάχιστα [[διατρέχω]] τον λόγον» — [[αναφέρω]] [[σύντομα]].
|mltxt=(AM [[διατρέχω]])<br /><b>1.</b> [[περνώ]] από [[κάπου]], [[διασχίζω]] κάποιον χώρο («διέτρεξε την [[πεδιάδα]]», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων [[στρατόπεδον]]»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[διάγω]] («διατρέχει το εικοστό [[έτος]] της ηλικίας του»)<br /><b>3.</b> κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι [[εκεί]] («ληστές διατρέχουν την ύπαιθρο», «γυναικῶν διατρεχουσῶν εἰς ἀγοράν»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διαδίδομαι, απλώνομαι («φήμες διατρέχουν την [[πόλη]]», «ἐν τῷ σώματι διέδραμε [[γαργαλισμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) <i>τα διατρέχοντα</i>, <i>τα διατρέξαντα</i><br />γεγονότα, συμβάντα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διατρέχω]] κίνδυνο» — βρίσκομαι σε κίνδυνο, απειλούμαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[σύντομα]] χρονικά διαστήματα) [[περνώ]] [[γρήγορα]] ή [[περνώ]] [[χωρίς]] [[σημαντικά]] γεγονότα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («oἱ ἄγγελοι διατρέχουσιν νὰ πάρουν τὴν ψυχήν του»)<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) [[ενσκήπτω]], [[πέφτω]] (ὁμοίως διέδραμε καὶ ἡ λιμική»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[κίνηση]], ζω σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> «[[διατρέχω]] εἰς...» — [[φθάνω]], [[καταλήγω]]<br /><b>3.</b> «[[διατρέχω]] [[μέχρι]]» — [[εισδύω]], [[εισχωρώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχέως]] ή τάχιστα [[διατρέχω]] τον λόγον» — [[αναφέρω]] [[σύντομα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, παρακ. -[[δεδράμηκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] μέσα από ή πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[διέρχομαι]], [[διεξέρχομαι]], <i>τὸν βίον</i>, <i>τὸν λόγον</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., [[περιτρέχω]] προς διάφορες κατευθύνσεις, εδώ κι [[εκεί]], Λατ. discurrere, σε Αριστοφ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> δ. [[μέχρι]], [[εισδύω]] έως, [[διατρέχω]], [[διαπερνώ]] ως το [[σημείο]], σε Πλούτ.
}}
}}