καθάπτω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθάπτω:''' Ιων. κατ-, μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] ή [[τοποθετώ]] [[επάνω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι [[ἀμφί]] τινι, σε Ευρ.· [[ἐπί]] τι, σε Ξεν. — Παθ., <i>βρόχῳ καθημμένος</i> (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το [[σχοινί]] της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] με ενδύματα· σε Μέσ., <i>σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ. με Μέσ. [[σημασία]], [[κρατώ]], [[λαμβάνω]], έχω στην [[κατοχή]] μου, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι</i>, με θετική ή αρνητική [[σημασία]], όπως, σὺ [[τόν]] γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή <i>μειλιχίοις</i>, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με [[καλά]], μαλακά [[λόγια]], σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]] καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική [[επίθεση]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[χωρίς]] επιθ. προσδιορισμούς, [[ονειδίζω]], [[παρενοχλώ]] ή [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[ονειδίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, [[θεῶν]] καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πιάνω]], [[κρατώ]], [[καταλαμβάνω]], [[επιβάλλω]], <i>τυραννίδος</i>, σε Σόλ.· <i>βρέφεος</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καθάπτω:''' Ιων. κατ-, μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] ή [[τοποθετώ]] [[επάνω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι [[ἀμφί]] τινι, σε Ευρ.· [[ἐπί]] τι, σε Ξεν. — Παθ., <i>βρόχῳ καθημμένος</i> (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το [[σχοινί]] της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] με ενδύματα· σε Μέσ., <i>σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ. με Μέσ. [[σημασία]], [[κρατώ]], [[λαμβάνω]], έχω στην [[κατοχή]] μου, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι</i>, με θετική ή αρνητική [[σημασία]], όπως, σὺ [[τόν]] γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή <i>μειλιχίοις</i>, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με [[καλά]], μαλακά [[λόγια]], σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]] καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική [[επίθεση]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[χωρίς]] επιθ. προσδιορισμούς, [[ονειδίζω]], [[παρενοχλώ]] ή [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[ονειδίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, [[θεῶν]] καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πιάνω]], [[κρατώ]], [[καταλαμβάνω]], [[επιβάλλω]], <i>τυραννίδος</i>, σε Σόλ.· <i>βρέφεος</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-άπτω, Ion. κατάπτω, Hom. alleen med. vastmaken, act. met acc. en dat.:; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς... ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον hij bevestigde het geweven shirt aan mijn schouders Soph. Tr. 1051; pass.:; βρόχῳ καθημμένην aan een strop hangend Soph. Ant. 1222; ook med.:; κισσὸν ἐφ ’ ἱμερτῷ κρατὶ καθαπτόμενος zich tooiend met klimop op zijn begeerlijk hoofd AP 9. 338; met gen.: zich hechten aan, vastgrijpen:; καθῆψεν τῆς χειρὸς αὐτοῦ hij (de slang) beet zich in zijn hand vast NT Act. Ap. 28.3; ook med.:; καθαπτομένα βρέφεος χείρεσσι φίλῃσιν terwijl zij de baby in haar liefhebbende armen nam Theocr. 17.65; geneesk. gevoelig zijn voor iets:. ψόφου voor lawaai Hp. zich (met woorden) richten tot, alleen med., met acc.:; ἀλλὰ σὺ τόν γ ’ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσιν kom, wend jij je tot hem met vriendelijke woorden Il. 1.582; ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος tegensprekend Od. 18.415; ongunstig berispen:; ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον ῎Αρηα zij berispte de woeste Ares Il. 15.127; καθαπτόμενος φίλον ἦτορ hij verweet zichzelf Od. 20.22; met gen. bekritiseren:; σευ μάλιστα κατάπτονται οἱ ἐχθροί uw vijanden bekritiseren u vooral Hdt. 6.69.4; zich beroepen op:. θεῶν σε... καταπτόμενος ἱκετεύω met een beroep op de goden smeek ik je Hdt. 6.68.1.
}}
}}