κατακοντίζω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] με [[ακόντιο]], σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''κατᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] με [[ακόντιο]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ακοντίζω, neerschieten, doden (met een speer).
}}
}}