Anonymous

κατακοντίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακοντίζω]] (AM)<br />[[πλήττω]] κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με [[ακόντιο]] («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φονεύω]] με [[ακόντιο]] («ὡς κατακοντιέει σφέας», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[κατακοντίζω]] (AM)<br />[[πλήττω]] κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με [[ακόντιο]] («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φονεύω]] με [[ακόντιο]] («ὡς κατακοντιέει σφέας», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] με [[ακόντιο]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}