συμβαίνω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], συγκεκ. γʹ πληθ. -[[βεβᾶσι]], Ιων. απαρ. <i>-βεβάναι</i>· αόρ. βʹ <i>συνέβην</i>, απαρ. [[συμβῆναι]] — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ <i>ξυμβᾰθῇ</i>· Παθ. απαρ. <i>βεβάσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] έχοντας τα πόδια μου [[κλειστά]], αντίθ. προς το <i>διαβαίνειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] μαζί ή στο πλάι κάποιου ώστε να τον [[βοηθώ]], [[βοηθώ]], [[συνεργώ]], συνδράμω, σε Σοφ.· [[συμβαίνω]] κακοῖς, δηλ. τα [[επαυξάνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[συναντώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· συμβέβηκεν [[οὐδαμοῦ]], δεν βρέθηκε [[πουθενά]] στο δρόμο μου, δεν έχει καμία [[σχέση]] με μένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] από κοινού, [[συμβαδίζω]], [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], συμβιβάζομαι σε [[συνθήκη]], Λατ. convenire, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., συμβαίνουσι ὑπήκοοι [[εἶναι]], σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για τους όρους μιας συνθήκης, έχω συμφωνηθεί, έχω συνομολογηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συμπίπτω]] ή [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[λαχαίνω]], με δοτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για γεγονότα, [[συμβαίνω]], [[τυχαίνω]], [[γίνομαι]], Λατ. cotingere, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· απρόσ. <i>συνέβη μοι</i>, με απαρ., μου συνέβη να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., συνέβη να κάνω, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ξυμβαίνει</i>, με απαρ., συμβαίνει να είναι, δηλ. είναι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, σε Πλάτ.· <i>τὸ [[συμβεβηκός]]</i>, τυχαίο [[γεγονός]], [[συγκυρία]], [[σύμπτωση]], σε Δημ.· ομοίως, <i>τὰ συμβαίνοντα</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ συμβάντα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> συνάπτεται με επιρρ. ή επίθ., [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, <i>ὀρθῶςσυνέβαινε</i>, σε Ηρόδ.· [[κακῶς]], [[καλῶς]] ξυμβῆναι, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για συνέπειες, λογικά επακόλουθα, [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]], [[επακολουθώ]], σε Θουκ.· ομοίως, λέγεται για λογικούς συλλογισμούς, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], συγκεκ. γʹ πληθ. -[[βεβᾶσι]], Ιων. απαρ. <i>-βεβάναι</i>· αόρ. βʹ <i>συνέβην</i>, απαρ. [[συμβῆναι]] — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ <i>ξυμβᾰθῇ</i>· Παθ. απαρ. <i>βεβάσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] έχοντας τα πόδια μου [[κλειστά]], αντίθ. προς το <i>διαβαίνειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] μαζί ή στο πλάι κάποιου ώστε να τον [[βοηθώ]], [[βοηθώ]], [[συνεργώ]], συνδράμω, σε Σοφ.· [[συμβαίνω]] κακοῖς, δηλ. τα [[επαυξάνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[συναντώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· συμβέβηκεν [[οὐδαμοῦ]], δεν βρέθηκε [[πουθενά]] στο δρόμο μου, δεν έχει καμία [[σχέση]] με μένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] από κοινού, [[συμβαδίζω]], [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], συμβιβάζομαι σε [[συνθήκη]], Λατ. convenire, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., συμβαίνουσι ὑπήκοοι [[εἶναι]], σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για τους όρους μιας συνθήκης, έχω συμφωνηθεί, έχω συνομολογηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συμπίπτω]] ή [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[λαχαίνω]], με δοτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για γεγονότα, [[συμβαίνω]], [[τυχαίνω]], [[γίνομαι]], Λατ. cotingere, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· απρόσ. <i>συνέβη μοι</i>, με απαρ., μου συνέβη να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., συνέβη να κάνω, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ξυμβαίνει</i>, με απαρ., συμβαίνει να είναι, δηλ. είναι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, σε Πλάτ.· <i>τὸ [[συμβεβηκός]]</i>, τυχαίο [[γεγονός]], [[συγκυρία]], [[σύμπτωση]], σε Δημ.· ομοίως, <i>τὰ συμβαίνοντα</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ συμβάντα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> συνάπτεται με επιρρ. ή επίθ., [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, <i>ὀρθῶςσυνέβαινε</i>, σε Ηρόδ.· [[κακῶς]], [[καλῶς]] ξυμβῆναι, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για συνέπειες, λογικά επακόλουθα, [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]], [[επακολουθώ]], σε Θουκ.· ομοίως, λέγεται για λογικούς συλλογισμούς, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-βαίνω, Att. ook ξυμβαίνω samenkomen, overeen komen bij elkaar komen, samenkomen (met): abs..; πόδες... διάστασιν ὀλίγον ξυμβεβῶτες (je voeten moeten) wat tussenruimte betreft, een beetje dicht bij elkaar staan Hp. Off. 3; met dat. van persoon:; ἡ Κύπρις δέ μοι... συμβέβηκε … οὐδαμοῦ Cypris (Aphrodite) is nergens met mij samengekomen, d.w.z. heeft niets met mij te maken Eur. Hel. 1007; overdr.: σ. εἰς τὸ μέσον samenkomen in het midden, d.w.z. een compromis sluiten Plat. Prot. 337e; σ. ἐς τὠυτό een overeenkomst bereiken Hdt. 1.13.1 = ξ. καθ ’ ὁμολογίαν Thuc. 1.98.3. overdr. een overeenkomst bereiken of sluiten, overeenstemming bereiken, een verdrag sluiten: abs..; λόγοις συμβάς als u (slechts) in woorden een overeenkomst gesloten heeft Eur. Med. 737; ἀπὸ τοῦ ἴσου ξ. op gelijke voorwaarden een verdrag sluiten Thuc. 4.19.2; ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους ξ. de oorlog en de ruzie beëindigen met een overeenkomst Aristoph. Ve. 867; met dat., met πρός + acc. met iem.:; τῇδε συμβῆναι λόγοις met haar overeenstemming te bereiken door te praten Eur. Andr. 233; met acc. v. h. inw. obj.:; δοκεῖν πάντα συμβεβάναι denken over alles een overeenkomst bereikt te hebben Hdt. 3.146.3; met inf..; τῶν … ἀνδρῶν συνέβη ἑκάστῳ τακτὸν ἀργύριον ἀποτῖσαι hij kwam met ieder van de mannen overeen dat ze een bepaalde som (los)geld zouden betalen Xen. Hell. 6.2.36; met ὥστε + inf..; ξυνέβησαν ὥστε τούς … ἐπικούρους παραδοῦναι ze kwamen overeen dat ze de hulptroepen zouden uitleveren Thuc. 4.46.2; met ἐπί + dat. op bepaalde voorwaarden:; ξ. ἐφ ’ ᾧ een overeenkomst bereiken op voorwaarde dat Thuc. 1.103.1; pass. overeengekomen worden:; ἕως ἄν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ totdat er een bepaalde overeenkomst bereikt zou worden over de rest Thuc. 4.30.4; onpers..; ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι dat er op die voorwaarden een overeenkomst bereikt was Thuc. 8.98.3; het goed kunnen vinden met, met dat.. Aristoph. Ran. 807. van zaken overeenstemmen, overeenkomen; met dat. met iets:; ὁ χρόνος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς ἐδόκεε συμβαίνειν het tijdstip leek overeen te stemmen met de leeftijd van de jongen Hdt. 1.116.1; neerkomen op:. τοῦτο … συμβαίνειν αὐτοῖς οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα τὸ βάθος dat dit voor hen neerkwam op niet meer dan twaalf man diep Xen. Hell. 6.4.12. ‘samenlopen’, het geval zijn gebeuren, zich voordoen, het geval zijn, uitvallen, uitkomen:; ἄν τι ξυμβῇ als er iets gebeurt Dem. 21.112; ἐὰν μὴ θεία τις συμβῇ τύχη tenzij een goddelijk toeval zich voordoet Plat. Resp. 592a; ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ συμβαίνει τὸ ὄνομα in onze oude taal komt het (naam)woord voor Plat. Crat. 398b; met dat. van personen overkomen:; ἤν τι ἀγαθὸν αὐτοῖς συμβαίνῃ als hen iets goeds overkomt Xen. Cyr. 1.6.24; ἆταί μοι συμβαίνουσι rampen overkomen mij Eur. IT 148; ξυνεβέβηκει … ἑτέρων μᾶλλον Ἀθηναίοις τοῦτο dit was meer het geval voor de Atheners dan voor de anderen Thuc. 2.15.1; met pred. adj..; ταῦτα λαμπρὰ συμβαίνει die dingen komen duidelijk uit Soph. Tr. 1174; ξυμβεβᾶσι … λόγοι οἱ τῆσδ ’ ἀληθεῖς de woorden van deze vrouw zijn waar uitgevallen (d.w.z. zijn uitgekomen) Eur. Hel. 622; τοιούτου … τούτου ξυμβάντος gezien het feit dat deze zaak op zo’n manier ging Thuc. 1.74.1; met adv..; καλῶς σ. goed gaan, goed aflopen Eur. IT 1055; ook zonder adv.:; εἴ μοι ξυμβαίνει τοῦτο als dat mij lukt Plat. Lg. 744a; met pred. ptc..; ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα het gerucht dat hen bereikt had bleek te kloppen Hdt. 9.101.2; onpers. συμβαίνει het gebeurt, het geval wil, het valt zo uit, met AcI:; ξυνέβη ἐν τῇ μάχῃ ταύτῃ τοὺς Ἴωνας ἀμφοτέρωθεν τῶν Δωριῶν κρατῆσαι het viel zo uit dat de Ioniërs in dit gevecht aan beide kanten de Doriërs versloegen Thuc. 8.25.5; met ὥστε + inf..; Τίρυνθι συμβέβηκεν ὥστ ’ ἔχειν ἕδραν het geval wil dat ze verblijf houdt in Tiryns Soph. Tr. 1152; met dat. en inf..; αὐτῷ φεύγοντι Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι τεθρίππῳ συνέβη het gebeurde hem dat hij tijdens zijn ballingschap Olympisch kampioen werd met het vierspan Hdt. 6.103.2; subst. ptc. τὰ συμβαίνοντα de gebeurtenissen, de omstandigheden. het gevolg zijn, resulteren:; ἀφ ’ ὧν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει waarvan zwakheid het gevolg is Thuc. 8.45.2; log. volgen:; τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου de dingen die volgen uit wat we hebben gezegd Plat. Grg. 479c; met pred. nom..; συμβαίνει μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία; volgt het dat onrechtvaardigheid een zeer groot kwaad is? Plat. Grg. 479c; met pred. ptc..; συμβήσεται τὸ ὄνομα ὀνόματος ὄνομα μόνον... ὄν dan zal het volgen dat de naam (het woord) alleen een naam (woord) is voor een naam (woord) (en niet voor een zaak) Plat. Sph. 244d; onpers. συμβαίνει met AcI het volgt dat … filos. perf. συμβέβηκεν een vaste, bijbehorende eigenschap zijn, m. n. subst. ptc. τὸ συμβεβηκός bijbehorende eigenschap; maar ook accidenteel zijn (d.w.z. niet tot de essentie behorend):. κατὰ συμβεβηκός accidenteel Aristot.; τὰ συμβεβηκότα accidentia.
}}
}}