Anonymous

συμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>συμβαίνει</i><br />γίνεται [[κάτι]], συντελείται [[κάτι]], [[ιδίως]] τυχαία (α. «συμβαίνει [[συχνά]] να καθυστερεί το [[δρομολόγιο]]» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῑν», πάπ.<br />γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]]», Αριστ.)<br /><b>3.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα [[ίδια]]» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το συμβαίνον</i> και <i>τὸ συμβαῑνον</i><br />αυτό που συμβαίνει, το [[περιστατικό]] που συντελείται (α. «η [[κυβέρνηση]] ενημερώθηκε [[αμέσως]] για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>το [[συμβάν]]<br />[[περιστατικό]], [[γεγονός]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> α) το τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) (στους επικούρειους) ουσιώδες [[κατηγόρημα]], χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br />γ) (στους στωικούς) [[επακολούθημα]]<br />δ) (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[καθετί]] που ενυπάρχει σε ένα [[υποκείμενο]] και [[είναι]] αληθινό, η ύπαρξη του οποίου όμως δεν [[είναι]] [[ούτε]] αναγκαία [[ούτε]] συχνή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συμβεβηκός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[κατά]] τύχην, τυχαία<br />β) «αν συμβεί [[κάτι]]» και «ἄν τι συμβῇ»<br />([[ευφημισμός]]) αν έλθει ένα [[κακό]], αν επέλθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> επίκτητο ή και έμφυτο [[γνώρισμα]] το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την [[ουσία]] μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασης<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) [[πιθανώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] με τα πόδια ενωμένα («[[Παλλάδιον]] τοῑς ποσὶ [[συμβεβηκός]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] το ίδιο [[σημείο]], [[συναντώ]] («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] («συνέβησαν [[ὥστε]] τριηκοσίους μάχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῡ πολέμου καὶ τοῡ νείκους ξυνέβητον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («χρησμοί τε συμβαίνουσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>7.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῑς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>8.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[παραστέκω]], [[βοηθώ]] κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]] («ὁ [[χρόνος]] ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[είμαι]] [[σύμβολο]] ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῡτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]] («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>16.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]]) [[έπομαι]] ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>17.</b> (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, [[αποτέλεσμα]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβαίνω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[αποδέχομαι]] κάποιο συμβιβασμό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «λόγοις [[συμβαίνω]]» — [[κάνω]] προφορική [[συμφωνία]] ή [[συνεννόηση]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — [[είναι]] καθημερινή [[υπόθεση]] <b>(Ισαί.)</b><br />δ) «[[συμβαίνω]] κακοῑς» — [[συνεργώ]] στην [[αύξηση]] τών κακών (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>συμβαίνει</i><br />γίνεται [[κάτι]], συντελείται [[κάτι]], [[ιδίως]] τυχαία (α. «συμβαίνει [[συχνά]] να καθυστερεί το [[δρομολόγιο]]» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῑν», πάπ.<br />γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]]», Αριστ.)<br /><b>3.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα [[ίδια]]» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το συμβαίνον</i> και <i>τὸ συμβαῑνον</i><br />αυτό που συμβαίνει, το [[περιστατικό]] που συντελείται (α. «η [[κυβέρνηση]] ενημερώθηκε [[αμέσως]] για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>το [[συμβάν]]<br />[[περιστατικό]], [[γεγονός]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> α) το τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) (στους επικούρειους) ουσιώδες [[κατηγόρημα]], χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br />γ) (στους στωικούς) [[επακολούθημα]]<br />δ) (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[καθετί]] που ενυπάρχει σε ένα [[υποκείμενο]] και [[είναι]] αληθινό, η ύπαρξη του οποίου όμως δεν [[είναι]] [[ούτε]] αναγκαία [[ούτε]] συχνή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συμβεβηκός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[κατά]] τύχην, τυχαία<br />β) «αν συμβεί [[κάτι]]» και «ἄν τι συμβῇ»<br />([[ευφημισμός]]) αν έλθει ένα [[κακό]], αν επέλθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> επίκτητο ή και έμφυτο [[γνώρισμα]] το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την [[ουσία]] μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασης<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) [[πιθανώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] με τα πόδια ενωμένα («[[Παλλάδιον]] τοῑς ποσὶ [[συμβεβηκός]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] το ίδιο [[σημείο]], [[συναντώ]] («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] («συνέβησαν [[ὥστε]] τριηκοσίους μάχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῡ πολέμου καὶ τοῡ νείκους ξυνέβητον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («χρησμοί τε συμβαίνουσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>7.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῑς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>8.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[παραστέκω]], [[βοηθώ]] κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]] («ὁ [[χρόνος]] ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[είμαι]] [[σύμβολο]] ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῡτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]] («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>16.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]]) [[έπομαι]] ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>17.</b> (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, [[αποτέλεσμα]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβαίνω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[αποδέχομαι]] κάποιο συμβιβασμό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «λόγοις [[συμβαίνω]]» — [[κάνω]] προφορική [[συμφωνία]] ή [[συνεννόηση]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — [[είναι]] καθημερινή [[υπόθεση]] <b>(Ισαί.)</b><br />δ) «[[συμβαίνω]] κακοῑς» — [[συνεργώ]] στην [[αύξηση]] τών κακών (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], συγκεκ. γʹ πληθ. -[[βεβᾶσι]], Ιων. απαρ. <i>-βεβάναι</i>· αόρ. βʹ <i>συνέβην</i>, απαρ. [[συμβῆναι]] — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ <i>ξυμβᾰθῇ</i>· Παθ. απαρ. <i>βεβάσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] έχοντας τα πόδια μου [[κλειστά]], αντίθ. προς το <i>διαβαίνειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] μαζί ή στο πλάι κάποιου ώστε να τον [[βοηθώ]], [[βοηθώ]], [[συνεργώ]], συνδράμω, σε Σοφ.· [[συμβαίνω]] κακοῖς, δηλ. τα [[επαυξάνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[συναντώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· συμβέβηκεν [[οὐδαμοῦ]], δεν βρέθηκε [[πουθενά]] στο δρόμο μου, δεν έχει καμία [[σχέση]] με μένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] από κοινού, [[συμβαδίζω]], [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], συμβιβάζομαι σε [[συνθήκη]], Λατ. convenire, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., συμβαίνουσι ὑπήκοοι [[εἶναι]], σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για τους όρους μιας συνθήκης, έχω συμφωνηθεί, έχω συνομολογηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συμπίπτω]] ή [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[λαχαίνω]], με δοτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για γεγονότα, [[συμβαίνω]], [[τυχαίνω]], [[γίνομαι]], Λατ. cotingere, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· απρόσ. <i>συνέβη μοι</i>, με απαρ., μου συνέβη να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., συνέβη να κάνω, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ξυμβαίνει</i>, με απαρ., συμβαίνει να είναι, δηλ. είναι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, σε Πλάτ.· <i>τὸ [[συμβεβηκός]]</i>, τυχαίο [[γεγονός]], [[συγκυρία]], [[σύμπτωση]], σε Δημ.· ομοίως, <i>τὰ συμβαίνοντα</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ συμβάντα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> συνάπτεται με επιρρ. ή επίθ., [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, <i>ὀρθῶςσυνέβαινε</i>, σε Ηρόδ.· [[κακῶς]], [[καλῶς]] ξυμβῆναι, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για συνέπειες, λογικά επακόλουθα, [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]], [[επακολουθώ]], σε Θουκ.· ομοίως, λέγεται για λογικούς συλλογισμούς, σε Πλάτ.
}}
}}