3,243,582
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεραυνοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει [[φασαρία]] ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. <i>κεραυνό-βολος</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ. | |lsmtext='''κεραυνοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει [[φασαρία]] ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. <i>κεραυνό-βολος</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεραυνοβόλος -ον [κεραυνός, βάλλω] bliksem werpend:. πῦρ τὸ κεραυνοβόλον het bliksemvuur AP 12.63.2. | |||
}} | }} |