Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοβόλος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει [[φασαρία]] ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. <i>κεραυνό-βολος</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ.
|lsmtext='''κεραυνοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει [[φασαρία]] ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. <i>κεραυνό-βολος</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κεραυνοβόλος -ον [κεραυνός, βάλλω] bliksem werpend:. πῦρ τὸ κεραυνοβόλον het bliksemvuur AP 12.63.2.
}}
}}