3,276,932
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συλλογίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>συνελογισάμην</i> και <i>-ελογίσθην</i>, παρακ. <i>-λελόγισμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[συλλέγω]] και [[φέρνω]] συγχρόνως στο [[μυαλό]] μου, [[στοχάζομαι]], [[σκέφτομαι]], [[υπολογίζω]] πλήρως, [[ανακεφαλαιώνω]], [[συγκεφαλαιώνω]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] από τα προηγούμενα, Λατ. colligere, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπεραίνω]] μέσω λογικού συλλογισμού, [[τεκμαίρομαι]], σε Αριστ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>συλλελογισμένα</i>, αυτά τα οποία έχει συμπεράνει [[κάποιος]] βάσει λογικής, στον ίδ. | |lsmtext='''συλλογίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>συνελογισάμην</i> και <i>-ελογίσθην</i>, παρακ. <i>-λελόγισμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[συλλέγω]] και [[φέρνω]] συγχρόνως στο [[μυαλό]] μου, [[στοχάζομαι]], [[σκέφτομαι]], [[υπολογίζω]] πλήρως, [[ανακεφαλαιώνω]], [[συγκεφαλαιώνω]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] από τα προηγούμενα, Λατ. colligere, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπεραίνω]] μέσω λογικού συλλογισμού, [[τεκμαίρομαι]], σε Αριστ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>συλλελογισμένα</i>, αυτά τα οποία έχει συμπεράνει [[κάποιος]] βάσει λογικής, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συλλογίζομαι [σύλλογος] optellen, berekenen:. εἴ τις τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα … συλλογίσαιτο als je de door de Grieken gebouwde muren zou optellen Hdt. 2.148.2; σ. τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος de omvang van het waagstuk berekenen Plut. Pomp. 60.3. samenvatten. Dem. 19.177. beredeneren, afleiden, opmaken, concluderen; met indir. vraagzin; filos. concluderen door middel van een syllogisme; pass.. συλλελογισμένα conclusies die met syllogismen bereikt zijn Aristot. Rh. 1357a8. | |||
}} | }} |