συλλογίζομαι
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
Med., aor.
A συνελογισάμην Pl.R. 618d, al.; rarely συνελογίσθην ib.531d: pf. συλλελόγισμαι (v. infr.):—compute, reckon up, τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Hdt.2.148; ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys.32.22; τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.Lg.799a; ταῦτα πάντα σ. Id.Chrm.160d; τὰ κατηγορημένα ἀπ' ἀρχῆς σ. recapitulate, D.19.177; τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις, ib.47; ἐκ τῶν εἰρημένων σ. καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον Arist.Metaph.1042a3; μανθάνειν καὶ σ. τί ἕκαστον Id.Po.1448b16; τὰς χρείας Plb.1.44.1; τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Plu.Pomp. 60; σ. ὅτι.. Pl.Lg.670c.
II conclude from premisses, infer, τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Id.Grg.479c, al.; σ. τί συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων ib.498e; σ. περί τινος, ὅτι.. Id.R.516b; σ. περὶ [τῆς μήτρας], ὡς.. διαστελλομένης Gal.15.694; σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις.. Pl. R.365a; σ. ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ἔπραττε D.18.172; τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου Epicur.Nat.14.4, cf. Phld.Rh.2.40S.: c. acc. et inf., -σάμενος τὸ ἄλειμμα οὐκ ἄξιον ἔσεσθαι Inscr.Prien.112.57 (i B.C.); τὴν νόσον ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥξειν Sor.Vit.Hippocr.7; τὸ.. αἷμα μὴ σεσῆφθαι Gal. 18(2).108.
2 in the Logic of Aristotle, infer by way of syllogism, infer syllogistically, σ. τὸ A κατὰ τοῦ B, A of B, APr.40b30; τὸ.. ἄκρον τῷ μέσῳ σ. ib.68b16; τινὰ ἔκ τινων Rh.1357a8; σ. ὑπάρχειν τὸ Α τῷ B APo.79b30: pf. in pass. sense, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται is not syllogistic, APr.42a39; συλλελογισμένα = syllogistically concluded, opp. ἀσυλλόγιστα, Rh.1357a8.
3 συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως..he had planned not to... Plb.14.4.4.
German (Pape)
[Seite 976] wie συλλέγω, sammeln, versammeln, Sp. – Med. im Geiste, bei sich zusammenfassen, Her. 2, 148; bes. zusammenrechnen, auch Gründe zusammenfassen, folgern, schließen, πάντα ταῦτα συλλογισάμενος εἰπέ, Plat. Charm. 160 e; Gorg. 498 e u. oft; vgl. noch Tim. 87 c, ξυμμετριῶν τὰ μὲν σμικρὰ ξυλλογιζόμεθα, τὰ δὲ κυριώτατα ἀλογίστως ἔχομεν; u. so Dem. u. Folgde; συνελογίσατο παρ' ἑαυτῷ περὶ τῆς προδοσίας συλλογισμὸν βαρβαρικόν, Pol. 3, 98, 3; auch συλλογίσασθαι τὸ μέλλον ἐκ τῶν ἤδη γεγονότων, 9, 30, 8.
French (Bailly abrégé)
f. συλλογίσομαι, ao. συνελογισάμην, rar. συνελογίσθην, pf. συλλελόγισμαι;
assembler par la pensée, d'où
1 faire le compte de, acc.;
2 se rendre compte de, acc.;
3 faire un raisonnement, particul. conclure de prémisses, acc. ; Pass. être déduit selon un raisonnement régulier;
4 calculer, supposer, conjecturer : τι ἔκ τινος une ch. d'après une autre.
Étymologie: σύν, λογίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλλογίζομαι [σύλλογος] optellen, berekenen:. εἴ τις τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα … συλλογίσαιτο als je de door de Grieken gebouwde muren zou optellen Hdt. 2.148.2; σ. τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος de omvang van het waagstuk berekenen Plut. Pomp. 60.3. samenvatten. Dem. 19.177. beredeneren, afleiden, opmaken, concluderen; met indir. vraagzin; filos. concluderen door middel van een syllogisme; pass.. συλλελογισμένα = conclusies die met syllogismen bereikt zijn Aristot. Rh. 1357a8.
Russian (Dvoretsky)
συλλογίζομαι: (aor. συνελογισάμην и συνελογίσθην, pf. συλλελόγισμαι)
1 суммировать, подытоживать, подсчитывать (τὰ τείχεα Her.): σ. τι πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys. подводить чему-л. итог; σ. τὰ κατηγορημένα Dem. подытожить пункты обвинения;
2 обдумывать, учитывать, взвешивать, определять (τὰς ἐν ταῖς πολιορκίαις χρείας Polyb.; πρὸς ἑαυτόν NT): σ. τί ἕκαστον Arst. определять, что представляет собой каждый предмет в отдельности;
3 умозаключать, делать выводы (ἐκ τῶν ὡμολογημένων Plat.): ἐκ τῶν εἰρημένων τὸ κεφάλαιον σ. Arst. извлечь выводы из сказанного; τὰ ἀσυλλόγιστα καὶ τὰ συλλελογισμένα Arst. что не может и что может быть логически выведено; σ. τὸ μέλλον ἐκ τῶν γεγονότων Polyb. на основании прошлого строить предположения о будущем;
4 рассчитывать, распределять (τι εἰς ἐνιαυτόν Plat.).
English (Strong)
from σύν and λογίζομαι; to reckon together (with oneself), i.e. deliberate: reason with.
English (Thayer)
(imperfect συνελογιζομην Lachmann) 1st aorist συνελογισαμην;
a. to bring together accounts, reckon up, compute, (Herodotus and following).
b. to reckon with oneself, to reason (Plato, Demosthenes, Polybius, others): Luke 20:5.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α σύλλογος
1. λαμβάνω υπ' όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)
2. συμπεραίνω με συλλογισμό, συμπεραίνω λογικά
νεοελλ.
1. σκέπτομαι, διανοούμαι
2. (η μτχ. παρακμ.) συλλογισμένος, -η, -ο
βυθισμένος στις σκέψεις, σκεπτικός
νεοελλ.-μσν.
φέρνω στη μνήμη μου, σκέπτομαι, αναπολώ (α. «τώρα δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῦν μου λέγω», Πρόδρ.)
αρχ.
1. συλλαμβάνω με τον νου μου και συνεξετάζω, συνυπολογίζω («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», Ηρόδ.)
2. ανακεφαλαιώνω («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον», Αριστοτ.)
3. αποφασίζω («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως», Πολ.)
4. ενεργ. συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ τέχνη τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)
5. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ συλλελογισμένα
αυτά τα οποία συμπεραίνει κάποιος με λογικό τρόπο, σε αντιδιαστολή προς τα ασυλλόγιστα
6. φρ. «οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο λόγος δεν είναι συλλογιστικός.
Greek Monotonic
συλλογίζομαι: αόρ. αʹ συνελογισάμην και -ελογίσθην, παρακ. -λελόγισμαι· αποθ.·
I. συλλέγω και φέρνω συγχρόνως στο μυαλό μου, στοχάζομαι, σκέφτομαι, υπολογίζω πλήρως, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω, σε Ηρόδ., Δημ.
II. 1. συνάγω, συμπεραίνω από τα προηγούμενα, Λατ. colligere, σε Πλάτ., Δημ.
2. συμπεραίνω μέσω λογικού συλλογισμού, τεκμαίρομαι, σε Αριστ.· παρακ. με Παθ. σημασία, συλλελογισμένα, αυτά τα οποία έχει συμπεράνει κάποιος βάσει λογικής, στον ίδ.
Middle Liddell
[from συλλογή aor1 συνελογισάμην αορ1 -ελογίσθην perf. -λελόγισμαι
Dep.
I. to collect and bring at once before the mind, to compute fully, sum up, Hdt., Dem.
II. to collect or conclude from premisses, Lat. colligere, Plat., Dem.
2. to conclude by way of syllogism, Arist.:—perf. in pass. sense, συλλελογισμένα logically concluded, Arist.
Chinese
原文音譯:sullog⋯zomai 需而-羅居索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-提出(說化) 相當於: (חָשַׁב / חֹשֵׁב)
字義溯源:商議,計算,說服;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(λογίζομαι)=數算)組成,其中 (λογίζομαι)出自(λόγος)=話),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 商議(1) 路20:5