3,274,216
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἥμερος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[εξημερώνω]], [[τιθασεύω]], για άγρια θηρία, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται επίσης για χώρες, τις [[καθαρίζω]] (τις [[καθιστώ]] ασφαλείς) από τους ληστές και τα άγρια ζώα, όπως έκαναν ο Ηρακλής και ο Θησέας, σε Πίνδ., Αισχύλ.· επίσης, [[εξημερώνω]] μέσω κατάκτησης, [[υποτάσσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται και για ανθρώπους, [[εξευγενίζω]], [[εκπολιτίζω]], [[εξευμενίζω]], [[μεταδίδω]] πολιτισμό, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἡμερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἥμερος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[εξημερώνω]], [[τιθασεύω]], για άγρια θηρία, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται επίσης για χώρες, τις [[καθαρίζω]] (τις [[καθιστώ]] ασφαλείς) από τους ληστές και τα άγρια ζώα, όπως έκαναν ο Ηρακλής και ο Θησέας, σε Πίνδ., Αισχύλ.· επίσης, [[εξημερώνω]] μέσω κατάκτησης, [[υποτάσσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται και για ανθρώπους, [[εξευγενίζω]], [[εκπολιτίζω]], [[εξευμενίζω]], [[μεταδίδω]] πολιτισμό, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμερόω:''' <b class="num">1)</b> делать ручным, приручать, укрощать (θρέμματα φωναῖς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> приводить в порядок, делать благоустроенным (πορθμόν Pind.; χθόνα ἀνήμερον Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> смягчать, облагораживать (πάντα τὰ ἀνθρώπινα Plat.; τοῖς ἀνθρωπίνοις παραδείγμασί τινα Plut.);<br /><b class="num">4)</b> делать культурным (τὰ φυτά Arst.);<br /><b class="num">5)</b> тж. med. смирять, покорять, подчинять ([[πᾶν]] [[ἔθνος]] τινί Her.; τὴν Κελτικήν Plut.). | |||
}} | }} |