μοναχός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονᾰχός:''' -ή, -όν ([[μόνος]]), [[μόνος]], [[μοναχικός]], ως ουσ., [[μοναχός]], [[καλόγερος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μονᾰχός:''' -ή, -όν ([[μόνος]]), [[μόνος]], [[μοναχικός]], ως ουσ., [[μοναχός]], [[καλόγερος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονᾰχός:''' <b class="num">II</b> ὁ отшельник, монах, инок Anth.<br />одиночный, единичный, единственный ([[οἷον]] [[ἥλιος]] ἢ [[σελήνη]] Arst.).
}}
}}