ἀχυρόομαι: Difference between revisions

1b
(6_20)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχῠρόομαι''': παθ. σκεπάζομαι δι’ ἀχύρων, περὶ ὀρχήστρας τῶν θεάτρων, διὰ τί [[ὅταν]] ἀχυρωθῶσιν αἱ ὀρχῆστραι, ἧττον οἱ χοροὶ γεγώνασιν ; Ἀριστ. Προβλ. 11. 25· ― μᾶζαν ἠχυρωμένην, μεμιγμένην μετ’ ἀχύρων, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1, πρβλ. Ἀντιφ. ἐν Ἀδηλ. 1.
|lstext='''ἀχῠρόομαι''': παθ. σκεπάζομαι δι’ ἀχύρων, περὶ ὀρχήστρας τῶν θεάτρων, διὰ τί [[ὅταν]] ἀχυρωθῶσιν αἱ ὀρχῆστραι, ἧττον οἱ χοροὶ γεγώνασιν ; Ἀριστ. Προβλ. 11. 25· ― μᾶζαν ἠχυρωμένην, μεμιγμένην μετ’ ἀχύρων, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1, πρβλ. Ἀντιφ. ἐν Ἀδηλ. 1.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχῠρόομαι:''' (ᾰ) быть усыпанным мякиной ([[ὅταν]] ἀχυρωθῶσιν αἱ ὀρχῆστραι Arst.).
}}
}}