ἀχυρόομαι
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek (Liddell-Scott)
ἀχῠρόομαι: παθ. σκεπάζομαι δι’ ἀχύρων, περὶ ὀρχήστρας τῶν θεάτρων, διὰ τί ὅταν ἀχυρωθῶσιν αἱ ὀρχῆστραι, ἧττον οἱ χοροὶ γεγώνασιν ; Ἀριστ. Προβλ. 11. 25· ― μᾶζαν ἠχυρωμένην, μεμιγμένην μετ’ ἀχύρων, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1, πρβλ. Ἀντιφ. ἐν Ἀδηλ. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀχῠρόομαι: (ᾰ) быть усыпанным мякиной (ὅταν ἀχυρωθῶσιν αἱ ὀρχῆστραι Arst.).