κυδιάνειρα: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡδιάνειρα:''' ἡ ([[κῦδος]], [[ἀνήρ]]), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει [[δόξα]] ή [[φήμη]], [[τιμή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''κῡδιάνειρα:''' ἡ ([[κῦδος]], [[ἀνήρ]]), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει [[δόξα]] ή [[φήμη]], [[τιμή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδῐάνειρα:''' (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей ([[μάχη]], [[ἀγορή]] Hom.).
}}
}}