3,270,629
edits
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυδιάνειρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[μάχη]]) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) η φημισμένη για τους άνδρες της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυδι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κῦδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>άνειρα</i> (θηλ. του [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βωτι</i>-<i>άνειρα</i>]. | |mltxt=[[κυδιάνειρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[μάχη]]) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) η φημισμένη για τους άνδρες της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυδι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κῦδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>άνειρα</i> (θηλ. του [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βωτι</i>-<i>άνειρα</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῡδιάνειρα:''' ἡ ([[κῦδος]], [[ἀνήρ]]), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει [[δόξα]] ή [[φήμη]], [[τιμή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |