Anonymous

κυδιάνειρα: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδιάνειρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[μάχη]]) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) η φημισμένη για τους άνδρες της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυδι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κῦδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>άνειρα</i> (θηλ. του [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βωτι</i>-<i>άνειρα</i>].
|mltxt=[[κυδιάνειρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[μάχη]]) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) η φημισμένη για τους άνδρες της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυδι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κῦδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>άνειρα</i> (θηλ. του [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βωτι</i>-<i>άνειρα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡδιάνειρα:''' ἡ ([[κῦδος]], [[ἀνήρ]]), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει [[δόξα]] ή [[φήμη]], [[τιμή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
}}
}}