3,274,313
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρόμβος:''' ὁ ([[τρέφω]]), όγκος, [[τεμάχιο]], Λατ. [[grumus]], όπως για την άσφαλτο, σε Ηρόδ.· [[σβώλος]] ή όγκος πηγμένου αίματος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θρόμβος:''' ὁ ([[τρέφω]]), όγκος, [[τεμάχιο]], Λατ. [[grumus]], όπως για την άσφαλτο, σε Ηρόδ.· [[σβώλος]] ή όγκος πηγμένου αίματος, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρόμβος:''' ὁ<b class="num">1)</b> глыба, кусок, ком (ἀσφάλτου Her.);<br /><b class="num">2)</b> сгусток: θ. αἳματος или φόνου Aesch., Plat., Anth. запекшаяся кровь, но θρόμβοι αἵματος NT капли крови. | |||
}} | }} |