θρόμβος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρόμβος:''' ὁ ([[τρέφω]]), όγκος, [[τεμάχιο]], Λατ. [[grumus]], όπως για την άσφαλτο, σε Ηρόδ.· [[σβώλος]] ή όγκος πηγμένου αίματος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θρόμβος:''' ὁ ([[τρέφω]]), όγκος, [[τεμάχιο]], Λατ. [[grumus]], όπως για την άσφαλτο, σε Ηρόδ.· [[σβώλος]] ή όγκος πηγμένου αίματος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρόμβος:''' ὁ<b class="num">1)</b> глыба, кусок, ком (ἀσφάλτου Her.);<br /><b class="num">2)</b> сгусток: θ. αἳματος или φόνου Aesch., Plat., Anth. запекшаяся кровь, но θρόμβοι αἵματος NT капли крови.
}}
}}