ἐλαιοφόρος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαιοφόρος:''' Αττ. ἐλαο-[[φόρος]], <i>-ον</i>, αυτός που φέρει, παράγει ελιές, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐλαιοφόρος:''' Αττ. ἐλαο-[[φόρος]], <i>-ον</i>, αυτός που φέρει, παράγει ελιές, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλαιοφόρος:''' приносящий оливы ([[ὄχθος]] Eur.).
}}
}}