Anonymous

ἐλαιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐλαιοφόρος]], -ον)<br />(για [[περιοχή]] ή [[τόπο]]) αυτός που παράγει ελιές ή [[λάδι]], [[ελαιοπαραγωγός]], [[ελαιόφυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται [[λάδι]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] λαδιού, [[λαδερό]], [[λαδικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] γερακιού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐλαιοφόρον</i><br />[[ελαιοπωλείο]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐλαιοφόρος]], -ον)<br />(για [[περιοχή]] ή [[τόπο]]) αυτός που παράγει ελιές ή [[λάδι]], [[ελαιοπαραγωγός]], [[ελαιόφυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται [[λάδι]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] λαδιού, [[λαδερό]], [[λαδικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] γερακιού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐλαιοφόρον</i><br />[[ελαιοπωλείο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαιοφόρος:''' Αττ. ἐλαο-[[φόρος]], <i>-ον</i>, αυτός που φέρει, παράγει ελιές, σε Ευρ.
}}
}}