σιδηρόνωτος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει σιδερένια [[νώτα]] ([[ασπίδα]]), σε Ευρ.
|lsmtext='''σῐδηρόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει σιδερένια [[νώτα]] ([[ασπίδα]]), σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόνωτος:''' с железной спиной (ἀσπίδος τύποι Eur.).
}}
}}