σιδηρόνωτος
From LSJ
English (LSJ)
σιδηρόνωτον, iron-backed, ἀσπίδος τύποι E.Ph. 1130.
German (Pape)
[Seite 879] mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au dos de fer.
Étymologie: σίδηρος, νῶτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόνωτος -ον [σίδηρος, νῶτον] met ijzeren rug (van schilden). Eur. Phoen. 1130.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόνωτος: с железной спиной (ἀσπίδος τύποι Eur.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκόνωτος].
Greek Monotonic
σῐδηρόνωτος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια νώτα (ασπίδα), σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.
Middle Liddell
σῐδηρό-νωτος, ον,
iron-backed, Eur.