ὑποθερμαίνω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθερμαίνω:''' Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-εθερμάνθην</i>· [[θερμαίνω]] [[λιγάκι]] — Παθ., καθίσταμαι κάπως [[ζεστός]], [[ζεστός]], θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑποθερμαίνω:''' Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-εθερμάνθην</i>· [[θερμαίνω]] [[λιγάκι]] — Παθ., καθίσταμαι κάπως [[ζεστός]], [[ζεστός]], θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθερμαίνω:''' подогревать, нагревать: ὑπεθερμάνθη [[ξίφος]] αἵματι Hom. меч стал теплым от крови; ὑποθερμαινόμενος Luc. разгоряченный, взволнованный.
}}
}}