Anonymous

ὑποθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποθερμαίνω]] ΝΜΑ- [[θερμαίνω]] [[κάτι]] λίγο, [[ελαφρώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υποθάλπω]], [[υποδαυλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ὑποθερμαίνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾱγμα», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[ὑποθερμαίνω]] ΝΜΑ- [[θερμαίνω]] [[κάτι]] λίγο, [[ελαφρώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υποθάλπω]], [[υποδαυλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ὑποθερμαίνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾱγμα», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθερμαίνω:''' Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-εθερμάνθην</i>· [[θερμαίνω]] [[λιγάκι]] — Παθ., καθίσταμαι κάπως [[ζεστός]], [[ζεστός]], θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}