ζηλοτυπέω: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζηλοτῠπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ζηλεύω]] κάποιον, [[τρέφω]] αισθήματα αντιζηλίας για κάποιον, [[συναγωνίζομαι]] ή [[αντιδικώ]], με αιτ. προσ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[αντιμετωπίζω]] [[κάτι]] με ζηλότυπο θυμό, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]· [[κάθαρμα]] ζηλοτυποῦν ἀρετήν, στον ίδ.
|lsmtext='''ζηλοτῠπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ζηλεύω]] κάποιον, [[τρέφω]] αισθήματα αντιζηλίας για κάποιον, [[συναγωνίζομαι]] ή [[αντιδικώ]], με αιτ. προσ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[αντιμετωπίζω]] [[κάτι]] με ζηλότυπο θυμό, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]· [[κάθαρμα]] ζηλοτυποῦν ἀρετήν, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζηλοτῠπέω:''' <b class="num">1)</b> ревностно стремиться, страстно желать (τὸν τρίβωνα καὶ τὴν πήραν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> относиться или смотреть с завистью, завидовать (τὰ γινόμενα Aeschin.; τινι ἐπαινομένῳ Dem.; τὰς τιμάς τινος Plut.): ζ. καὶ φθονεῖν τινα Plat. относиться к кому-л. со злобной завистью; pass. быть предметом зависти (ἡ ζηλοτυπουμένη [[τυραννίς]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> ревновать: ζ. δούλην ἐπὶ τῷ [[ἀνδρί]] Plut. ревновать мужа к рабыне.
}}
}}