ζηλοτυπέω
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
A to be jealous of, c. acc., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Pl.Smp. 213d; τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ath.12.532a, cf. POxy.472.11 (ii A.D.); ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί in regard to her husband, Plu.2.267d: c. dat., emulate, ζ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Demetr.Eloc.292:—Pass., ἡ ζηλοτυπουμένη μεμοιχεῦσθαι Ph.1.141.
2 envy, Cic.Att.13.18.2 (Pass., ib.13.1); ζ. τινά τινος Jul.Or.5.167c.
II c.acc. rei, regard with jealous anger, τὰ γιγνόμενα Aeschin.1.58.
2 pretend to, affect, κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν Id.3.211; imitate, follow, τὴν Θάλητος δόξαν Suid. s.v. Φερεκύδης:—Pass., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς Plu.Arat.25.
German (Pape)
[Seite 1139] (nach den Atticisten hellenistisch für ζηλόω), beneiden, καὶ φθονεῖν, τινά, Plat. Conv. 213 d; κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν Aesch. 3, 211; häufiger bei Sp., wie Luc. Tim. 14; pass., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς, Gegenstand neidischer Bestrebungen, Plut. Arat. 25; eifersüchtig sein, Strat. 17 (XII, 175); τινά, auf Jem., Ath. XII, 532 a; neidisch nacheifern, τινί, Dem. Phalar. 312.
French (Bailly abrégé)
ζηλοτυπῶ :
jalouser, envier, être jaloux de, acc..
Étymologie: ζηλότυπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλοτυπέω [ζηλότυπος] Ion. praes. 3 sing. ζηλοτυπέει jaloers zijn (op), met acc. van pers.: ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν jaloers op mij en afgunstig Plat. Smp. 213d. najagen, ambiëren, met acc. van zaak; pass.. ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννὶς αὐτῷ de alleenheerschappij die door hem nagestreefd werd Plut. Arat. 25.8.
Russian (Dvoretsky)
ζηλοτῠπέω:
1 ревностно стремиться, страстно желать (τὸν τρίβωνα καὶ τὴν πήραν Plut.);
2 относиться или смотреть с завистью, завидовать (τὰ γινόμενα Aeschin.; τινι ἐπαινομένῳ Dem.; τὰς τιμάς τινος Plut.): ζ. καὶ φθονεῖν τινα Plat. относиться к кому-л. со злобной завистью; pass. быть предметом зависти (ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς Plut.);
3 ревновать: ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί Plut. ревновать мужа к рабыне.
Greek Monotonic
ζηλοτῠπέω: μέλ. -ήσω,
I. ζηλεύω κάποιον, τρέφω αισθήματα αντιζηλίας για κάποιον, συναγωνίζομαι ή αντιδικώ, με αιτ. προσ., σε Πλάτ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., αντιμετωπίζω κάτι με ζηλότυπο θυμό, σε Αισχίν.
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοτῠπέω: ζηλεύω τινά, μετ’ αἰτ., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Πλάτ. Συμπ. 213D· τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ἀθήν. 532A· ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί, ὡς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς, Πλούτ. 2. 267D· μετὰ δοτ., ζηλοτ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Δημ. Φαλ. 292. 2) φθονῶ, εἶμαι ζηλότυπος, «ζηλεύω», Κικ. Ἀττ. 13. 13, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., θεωρῶ τι μετὰ ζηλοτύπου θυμοῦ, Αἰσχίν. 9. 4. 2) προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετὴν ὁ αὐτ. 84. 15. - Παθ., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννὶς Πλούτ. Ἀράτ. 25. 3) εἶμαι ζηλωτὴς ὑπέρ τινος, τὴν ἀλήθειαν Ἐκκλ.
Middle Liddell
ζηλοτῠπέω, fut. -ήσω
I. to be jealous of, to emulate, rival, c. acc. pers., Plat.
II. c. acc. rei, to regard with jealous anger, Aeschin.
2. to pretend to, ἀρετήν Aeschin.
Translations
envy
Albanian: resë; Arabic: حَسَدَ; Egyptian Arabic: حسد; Armenian: նախանձել; Bau Bidayuh: bidoki; Belarusian: зайздросціць; Bulgarian: завиждам; Catalan: envejar; Cebuano: sina, suya; Chinese Mandarin: 羡慕; Czech: závidět; Dutch: benijden, afgunstig zijn; Esperanto: envii; Faroese: øvunda; Finnish: kadehtia; French: envier; Galician: envexar; Georgian: შეშურება; German: beneiden; Greek: ζηλεύω, φθονώ; Ancient Greek: ἀγάω, ἄγαμαι, ἀγαίομαι, ἀποφθαλμόομαι, ἀποφθαλμοῦμαι, ἀποφθαλμιόομαι, βασκαίνω, διαφθονέω, διαφθονῶ, ἐπιβλέπω, ζαλλεύω, ζαλόω, ζαλῶ, ζηλεύω, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, ζηλόω, ζηλῶ, φθονέω, φθονῶ; Hungarian: irigyel; Indonesian: cemburu; Irish Old Irish: for·muinethar; Italian: invidiare; Japanese: 羨む; Kazakh: қызғану; Korean: 부럽다; Latin: invideo; Macedonian: завидува; Maori: kōhaehae; Middle English: envien; Old English: æfestegian; Persian: حسادت ورزیدن, رشک ورزیدن; Polish: zazdrościć; Portuguese: invejar; Romanian: invidia; Russian: завидовать; Serbo-Croatian Cyrillic: завидети, завидјети; Roman: zavideti, zavidjeti; Slovak: závidieť; Slovene: zavidati; Spanish: envidiar; Swedish: avundas; Tamil: பொறாமை; Thai: ริษยา, อิจฉา; Turkish: kıskanmak; Ukrainian: заздрити; Zazaki: peğil biyen