σμυγερός: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμῠγερός:''' ποιητ. αντί [[μογερός]], [[κοπιαστικός]], αυτός που απαιτεί μόχθο, [[επίπονος]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''σμῠγερός:''' ποιητ. αντί [[μογερός]], [[κοπιαστικός]], αυτός που απαιτεί μόχθο, [[επίπονος]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σμυγερός -ά -όν [μογερός, στυγερός?] ellendig.
}}
}}