3,273,401
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σμῠγερός:''' ποιητ. αντί [[μογερός]], [[κοπιαστικός]], αυτός που απαιτεί μόχθο, [[επίπονος]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''σμῠγερός:''' ποιητ. αντί [[μογερός]], [[κοπιαστικός]], αυτός που απαιτεί μόχθο, [[επίπονος]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σμυγερός -ά -όν [μογερός, στυγερός?] ellendig. | |||
}} | }} |