σκυθράζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκυθράζω:''' είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[κατσουφιάζω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σκυθράζω:''' είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[κατσουφιάζω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκυθράζω:''' становиться или быть мрачным, угрюмым Eur.
}}
}}