3,277,206
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσδᾰμαρ:''' -αρτος, ὁ, ἡ, [[ατυχής]] στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δύσδᾰμαρ:''' -αρτος, ὁ, ἡ, [[ατυχής]] στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσδᾰμαρ:''' μαρτος adj. несчастный из-за своей жены ([[ἀνήρ]], sc. [[Ἀγαμέμνων]] Aesch.). | |||
}} | }} |