Anonymous

δύσδαμαρ: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσδαμαρ]](-ρτος), ο (Α)<br />αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.
|mltxt=[[δύσδαμαρ]](-ρτος), ο (Α)<br />αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσδᾰμαρ:''' -αρτος, ὁ, ἡ, [[ατυχής]] στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}