δημόομαι: Difference between revisions

nl
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημόομαι:''' Δωρ. δαμ- ([[δῆμος]])· Παθ., [[μιλώ]] με [[λαϊκότητα]], [[δημαγωγώ]], [[δημοκοπώ]], σε Πίνδ., Πλάτ.
|lsmtext='''δημόομαι:''' Δωρ. δαμ- ([[δῆμος]])· Παθ., [[μιλώ]] με [[λαϊκότητα]], [[δημαγωγώ]], [[δημοκοπώ]], σε Πίνδ., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=δημόομαι Dor. δᾱμόομαι [δῆμος] een lied voor het volk zingen; overdr. populair doen.
}}
}}