δημόομαι
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
Dor. δαμόομαι,
A sing a popular song (cf. δάμωμα), γλυκύ τι δαμωσόμεθα Pi.I.8(7).9; δημούμενον λέγειν talk ad captandum, Pl. Tht.161e; also δ. ἱερὰς ἐσθῆτας display, Jul.Ep.89b (s.v.l.).
II Pass., to be made public, D.C.53.19,Fr.57.80.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. δᾱμ- Pi.I.8.9, Hsch.
1 hablar para el pueblo ταῦτα πῶς μὴ φῶμεν δημούμενον λέγειν τὸν Πρωταγόραν; ¿cómo no afirmar que Protágoras dice eso hablando para el pueblo? Pl.Tht.161e
•ofrecer al pueblo, divulgar, hacer público c. ac. int. γλυκύ τι Pi.l.c., cf. Hsch., en v. pas. ὅσα γε καὶ ἀναγκαῖον ἔσται εἰπεῖν, ὥς που καὶ δεδήμωται φράσω D.C.53.19.6, τις λόγος περὶ αὐτῶν τοιόσδε ἐδημώθη D.C.57.80, cf. Ael.Dion.δ 13
•popularizar, celebrar, dar fama en v. pas., Hsch.s.u. δαμώμενος.
2 vulgarizar, desacralizar τὰς ἱερὰς ἐσθῆτας Iul.Ep.89b.303d.
German (Pape)
[Seite 563] = δημοκοπεῖν, Suid.; übh. scherzen, spaßen, Pind. I. 7, 8; Plat. Theaet. 161 e; vgl. Ruhnk. Tim. p. 78.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
capter la faveur populaire, flatter le peuple.
Étymologie: δῆμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημόομαι Dor. δᾱμόομαι [δῆμος] een lied voor het volk zingen; overdr. populair doen.
Russian (Dvoretsky)
δημόομαι: дор. δᾱμόομαι подлаживаться к народу: γλυκύ τι δ. Pind. придумывать что-л. приятное для народа; δημούμενον λέγειν Plat. льстивыми речами заискивать у народа.
Greek (Liddell-Scott)
δημόομαι: Δωρ. δαμ-, μέσ., δημοσίᾳ ἀγορεύω ὅπως εὐχαριστήσω ἢ τέρψω τὸν δῆμον (πρβλ. δημοκοπέω), γλυκύ τι δαμωσόμεθα, θὰ δοκιμάσωμεν εὐχάριστόν τι, ἀγαπητὸν τῷ λαῷ ᾆσμα, Πίνδ. Ι. 8(7). 18· πρβλ. δήμωμα·- οὕτω, δημούμενον λέγειν, ὁμιλῶ θηρεύων τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ, ad captandum, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε. ΙΙ. εἶμαι δημοσίᾳ γνωστὸς, Δίων Κ.παρὰ Ζωναρ.
Greek Monotonic
δημόομαι: Δωρ. δαμ- (δῆμος)· Παθ., μιλώ με λαϊκότητα, δημαγωγώ, δημοκοπώ, σε Πίνδ., Πλάτ.