3,274,919
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγέρωχος:''' [ᾰ], -ον,ποιητ. επίθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απαντά και στον Πίνδ. σχετικά με ευγενείς πράξεις.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[επηρμένος]], [[υπεροπτικός]], [[αναιδής]], [[αυθάδης]], σε Αρχίλ., Λουκ.· παρομοίως και επίρρ., <i>ἀγερώχως</i>, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἀγέρωχος:''' [ᾰ], -ον,ποιητ. επίθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απαντά και στον Πίνδ. σχετικά με ευγενείς πράξεις.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[επηρμένος]], [[υπεροπτικός]], [[αναιδής]], [[αυθάδης]], σε Αρχίλ., Λουκ.· παρομοίως και επίρρ., <i>ἀγερώχως</i>, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγέρωχος:''' <b class="num">1)</b> неукротимый, непреклонный ([[Τρῶες]], [[Μυσοί]] Hom.; βάτραχοι Batr.; [[πάθη]] Plut.; [[ὄνος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> гордый, славный (ἕργματα, [[στεφάνωμα]], [[νίκη]] Pind.). | |||
}} | }} |