ἀγέρωχος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγέρωχος:''' [ᾰ], -ον,ποιητ. επίθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απαντά και στον Πίνδ. σχετικά με ευγενείς πράξεις.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[επηρμένος]], [[υπεροπτικός]], [[αναιδής]], [[αυθάδης]], σε Αρχίλ., Λουκ.· παρομοίως και επίρρ., <i>ἀγερώχως</i>, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀγέρωχος:''' [ᾰ], -ον,ποιητ. επίθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απαντά και στον Πίνδ. σχετικά με ευγενείς πράξεις.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[επηρμένος]], [[υπεροπτικός]], [[αναιδής]], [[αυθάδης]], σε Αρχίλ., Λουκ.· παρομοίως και επίρρ., <i>ἀγερώχως</i>, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγέρωχος:''' <b class="num">1)</b> неукротимый, непреклонный ([[Τρῶες]], [[Μυσοί]] Hom.; βάτραχοι Batr.; [[πάθη]] Plut.; [[ὄνος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> гордый, славный (ἕργματα, [[στεφάνωμα]], [[νίκη]] Pind.).
}}
}}