ἀγέρωχος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
[ᾰ], ον, poet. Adj. (used also in late Prose, v. infr.), in Hom. always in good sense,
A high-minded, lordly, Τρῶες, Ῥόδιοι, Μυσοί, Il.3.36, 2.654, 10.430, cf. Alcm.122, B.5.35; βάτραχοι Batr.145; once of a single man, viz. Periclymenus, Od.11.286, Hes.Fr.14; of noble actions, ἀγέρωχα ἕργματα Pi.N.6.34; νίκη O.10(11).79; πλούτου στεφάνωμ' ἀ. lordly crown of wealth, P.1.50; high-spirited, Philostr.Im.2.2,al.; ἀγέρωχα σκιρτᾶν ib.32; ἀγερωχότερα γυμνάσια Id.Gym.46.
II later in bad sense, arrogant, Archil.154, Alc.120, Com.Adesp.162, LXX 3 Ma.1.25; ἀγέρωχος ὄνος Luc.Asin.40; of things, φυτόν Anacreont.53.42. Adv. ἀγερώχως AP9.745 (Anyte), Plb.2.8.7: Comp. ἀγερωχότερον Id.18.34.3.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I de pers. y animados
1 arrogante, gallardo, atrevido Τρῶες Il.3.36, 5.623, 7.343, 16.708, 21.584, Ῥόδιοι Il.2.654, Λύκιοι Μυσοί τ' Il.10.430, Κεφαλλ ήνων ἀγερώχων Hes.Fr.150.30, Περικλύμενος Od.11.286, Hes.Fr.33a.12, cf. Alcm.5(b).4, 10(b).15, ταῦρος Philostr.Im.1.16.4, paród. βάτραχοι Batr.145, ἀγέρωχον φυτόν planta gloriosa de la rosa Anacreont.55.42
•neutr. como adv. ἀγέρωχα σκιρτᾶν Philostr.Im.2.32.2.
2 en sent. neg. arrogante, insolente, fanfarrón Archil.62, Alc.402, LXX 3Ma.1.25, ἀγέρωχοι οἱ θεοὶ καὶ δεινοί Philostr.Im.1.9.3, ὄνος Luc.Asin.40
•neutr. como adv. ἀ. ἀπαντᾶν τινι Plb.18.34.3.
II de acciones y cosas
1 noble, gallardo ἔργματα Pi.N.6.33, νίκη Pi.O.10.79, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον Pi.P.1.50, ὄψις D.H.Comp.16.9.
2 atrevido, estimulante ἀγερωχότερα γυμνάσια para los atletas, Philostr.Gym.46.
III adv. ἀγερώχως
1 gallardamente Ps.Callist.41.1.
2 arrogantemente, AP 9.745 (Anyt.), Plb.2.8.7.
German (Pape)
[Seite 13] bei Hom. achtmal, Odyss. 11, 286 Περικλύμενόν τ' ἀγέρωχον, Iliad. 10, 430 Μυσοί τ' ἀγέρωχοι, 2, 654 Ῥοδίων ἀγερώχων, 3, 36. 5, 623. 7, 343. 16, 708. 21, 584 Τρώων ἀγερώχων; Ableitung und Bedeutung nicht sicher; Aristarch erklärte, ὅτι Ὅμηρος ἀγερώχους τοὺσἄγαν γεραόχους καὶ σεμνοὺς λέγει, daß er das Wort gebrauche ἐπὶ τῶν γεραόχων, σεμνῶν καὶ ἐντίμων, f. Aristonic. in den Scholl. Iliad. 3, 36. 10, 430. Vgl. Plutarch. Fab. 19 u. Buttm. Lexil. 2, 98 ff. – Bei Pind. νίκη Ol. 11, 82, στεφάνωμα πλούτου P. 1, 50, ἔργματα N. 6, 34; Anacr. φυτόν, von der Rose, 54, 23. – Im tadelnden Sinne (ἀλαζών, ὑβριστής), nach Eust. schon Archil. u. Alcaeus, bes. Polyb. u. Sp.; καὶ ἄκοσμα πάθη Plut. Symp. 3, 4, 1; sogar vom ὄνος Luc. Asin. 40; von Ziegen Philostr. – Adv., ἀγερώχως ὄμμα γαῦρον ἔχει τράγος Anyt. 10 (IX, 745); Polyb. oft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fier, noble, glorieux;
2 en mauv. part hautain, arrogant, insolent.
Étymologie: prob. de ἄγαν, ἐρωή, -χος -- DELG la moins mauvaise explic. est celle de Schwyzer, de ἀ- copulatif, γέρας, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγέρωχος -ον
1. van zaken nobel, eervol:. πλούτου στεφάνωμ’ ἀγέρωχον de eervolle krans van rijkdom Pind. P. 1.50.
2. van personen trots, waardig; later ongunstig, hooghartig.
Russian (Dvoretsky)
ἀγέρωχος:
1 неукротимый, непреклонный (Τρῶες, Μυσοί Hom.; βάτραχοι Batr.; πάθη Plut.; ὄνος Luc.);
2 гордый, славный (ἕργματα, στεφάνωμα, νίκη Pind.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: high-mided, proud (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Schwyzer proposed a formation from γέρας and ἔχειν with α copulativum (Glotta 12, 9, Gramm. 218 A. 1); quite doubtful. Uncertain also Dor. γερωχία (Ar. Lys. 980).
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
I. poet. adj. high-minded, lordly, Hom., etc.; in Pind. of noble actions.
II. in bad sense, haughty, arrogant, insolent, Archil., Luc.: so adv. -χως, Anth.
English (Autenrieth)
(if from ἐρωή) impetuous, mighty in combat; anciently interpreted as if from γέρας, ‘gifted.’
English (Slater)
ᾰγέρωχος, -ον proud, (not of persons). νίκας ἀγερώχου (O. 10.79) τιμάν, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον (P. 1.50) ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.33)
Greek Monotonic
ἀγέρωχος: [ᾰ], -ον,ποιητ. επίθ.·
I. μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, σε Όμηρ. κ.λπ.· απαντά και στον Πίνδ. σχετικά με ευγενείς πράξεις.
II. με αρνητική σημασία, επηρμένος, υπεροπτικός, αναιδής, αυθάδης, σε Αρχίλ., Λουκ.· παρομοίως και επίρρ., ἀγερώχως, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέρωχος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἐπίθ. (ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν), παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ἔντιμος, ἐπίθ. πολεμικῶν φυλῶν, ἰδίως τῶν Τρώων, Ἰλ. Γ. 36, κτλ.· τῶν Ῥοδίων Β, 654· τῶν Μυσῶν Κ. 430, πρβλ. Βατρ. 145· ἅπαξ δὲ ἐπὶ ἑνὸς ἀνδρός, τοῦ Περικλυμένου, Ὀδ. Λ. 286· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. Ἀποσπ. 22, Gaisf. Παρὰ Πινδάρῳ ἐπὶ εὐγενῶν πράξεων, ἀγ. ἕργματα, Ν. 6. 56, νίκη, Ὀ, 10 (11). 95, πλούτου στεφάνωμ’ ἀγ., μεγαλοπρεπὴς στέφανος πλούτου, Π. 1, 96. ΙΙ. κατόπιν ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερήφανος, μέγα φρονῶν, ὑπεροπτικός, ὑβριστικός, Ἀρχίλ. 154, Ἀλκαῖ. 119· οὕτω καὶ Μακκ. Γ΄, α΄ 25, ἀγ. ὄνος, Λουκ. Ὄν. 40: - οὕτω καὶ ἐπὶρρ. –χως, Ἀνθ. Π. 9, 745, Πολύβ. 2. 8. 7. – Συγκρ. –ότερον, ὁ αὐτ. 18, 17, 3.
Frisk Etymology German
ἀγέρωχος: {agérōkhos}
Meaning: hochherzig, auch hochmütig, stolz (ep. poet., auch späte Prosa).
Derivative: Davon ἀγερωχία f. Hochherzigkeit, Hochmut, Anmaßung (LXX, Plb. usw.).
Etymology: Wahrscheinlich Zusammenbildung von γέρας ἔχειν (Hom. usw.) mit α copulativum. Vgl. dor. γερωχία (Ar. Lys. 980); dazu Schwyzer Glotta 12, 9 und Gramm. 218 A. 1 m. Lit.
Page 1,9
Mantoulidis Etymological
(=μεγαλοπρεπής, μέ κακή σημασία ὑπερήφανος, ὑπεροπτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τό α ἐπιτατικό + γέρα + οχος. Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό ἄγερ + ἄχος (=αὐτός που συγκεντρώνει ἅρματα). Ἤ ἀπό τό ἀγείρω + ὀχή (=αὐτός που συγκεντρώνει τή συγκομιδή). Οὐσιαστικό: ἀγερωχία (=περηφάνια, ὑπεροψία).