3,273,446
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, δεν έχω [[δύναμη]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., είμαι [[ανίκανος]] να κάνω [[κάτι]], δεν [[δύναμαι]], δεν [[μπορώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[κάτι]] είναι αδύνατο, ακατόρθωτο, ανέφικτο, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀδῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, δεν έχω [[δύναμη]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., είμαι [[ανίκανος]] να κάνω [[κάτι]], δεν [[δύναμαι]], δεν [[μπορώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[κάτι]] είναι αδύνατο, ακατόρθωτο, ανέφικτο, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδῠνᾰτέω:''' <b class="num">1)</b> ослабевать, слабеть, терять силы (ἀ. καὶ παυεσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не мочь, не быть в состоянии (ποιεῖν τι Xen., Plat., Arst.);<br /><b class="num">3)</b> impers. быть невозможным NT. | |||
}} | }} |