ἀδυνατέω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, δεν έχω [[δύναμη]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., είμαι [[ανίκανος]] να κάνω [[κάτι]], δεν [[δύναμαι]], δεν [[μπορώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[κάτι]] είναι αδύνατο, ακατόρθωτο, ανέφικτο, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀδῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, δεν έχω [[δύναμη]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., είμαι [[ανίκανος]] να κάνω [[κάτι]], δεν [[δύναμαι]], δεν [[μπορώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[κάτι]] είναι αδύνατο, ακατόρθωτο, ανέφικτο, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδῠνᾰτέω:''' <b class="num">1)</b> ослабевать, слабеть, терять силы (ἀ. καὶ παυεσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не мочь, не быть в состоянии (ποιεῖν τι Xen., Plat., Arst.);<br /><b class="num">3)</b> impers. быть невозможным NT.
}}
}}