3,274,216
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰσθητήριον:''' τό ([[αἰσθάνομαι]]), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>τὰ αἰσθητήρια</i>, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''αἰσθητήριον:''' τό ([[αἰσθάνομαι]]), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>τὰ αἰσθητήρια</i>, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰσθητήριον:''' τό<b class="num">1)</b> филос. (лат. [[sensorium]]) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;<br /><b class="num">2)</b> чувство, способность (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT). | |||
}} | }} |