3,274,919
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφισβητήσιμος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), αμφιλεγόμενος, [[αμφίβολος]], αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[χώρα]] ἀμφ., [[έδαφος]] αμφισβητούμενο, σε Ξεν.· <i>οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ</i>, όχι [[πλέον]] σε [[αμφισβήτηση]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀμφισβητήσιμος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), αμφιλεγόμενος, [[αμφίβολος]], αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[χώρα]] ἀμφ., [[έδαφος]] αμφισβητούμενο, σε Ξεν.· <i>οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ</i>, όχι [[πλέον]] σε [[αμφισβήτηση]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφισβητήσιμος:''' спорный, неясный, сомнительный Plut., Arst., Dem.: ἡ ἀ. [[χώρα]] Φωκεῦσί τε καὶ ἑαυτοῖς Xen. территория, о которой у них шел спор с фокейцами; τῆς μάχης ἀμφισβητησίμου γενομένης Plat. хотя исход сражения представлялся неопределенным. | |||
}} | }} |