Anonymous

ἀμφισβητήσιμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφισβητήσιμος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), αμφιλεγόμενος, [[αμφίβολος]], αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[χώρα]] ἀμφ., [[έδαφος]] αμφισβητούμενο, σε Ξεν.· <i>οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ</i>, όχι [[πλέον]] σε [[αμφισβήτηση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀμφισβητήσιμος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), αμφιλεγόμενος, [[αμφίβολος]], αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[χώρα]] ἀμφ., [[έδαφος]] αμφισβητούμενο, σε Ξεν.· <i>οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ</i>, όχι [[πλέον]] σε [[αμφισβήτηση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφισβητήσιμος:''' спорный, неясный, сомнительный Plut., Arst., Dem.: ἡ ἀ. [[χώρα]] Φωκεῦσί τε καὶ ἑαυτοῖς Xen. территория, о которой у них шел спор с фокейцами; τῆς μάχης ἀμφισβητησίμου γενομένης Plat. хотя исход сражения представлялся неопределенным.
}}
}}