Anonymous

ἀντηρέτης: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντηρέτης:''' -ου, ὁ ([[ἐρέτης]]), [[κυρίως]], [[κωπηλάτης]] [[απέναντι]] σε άλλον· γενικά, [[αντίπαλος]], [[ανταγωνιστής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀντηρέτης:''' -ου, ὁ ([[ἐρέτης]]), [[κυρίως]], [[κωπηλάτης]] [[απέναντι]] σε άλλον· γενικά, [[αντίπαλος]], [[ανταγωνιστής]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντηρέτης:''' ου ὁ досл. гребущий в обратном направлении, перен. противник (τινί Aesch.): [[δορός]] τινι ἀ. Aesch. сражающийся против кого-л. с копьем в руке.
}}
}}