Anonymous

ἀντηρέτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντηρέτης]], ο (Α) [[ερέτης]]<br />1.αυτός που κωπηλατεί καθισμένος [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]]<br />2.ο [[αντίπαλος]], ο [[εχθρός]].
|mltxt=[[ἀντηρέτης]], ο (Α) [[ερέτης]]<br />1.αυτός που κωπηλατεί καθισμένος [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]]<br />2.ο [[αντίπαλος]], ο [[εχθρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντηρέτης:''' -ου, ὁ ([[ἐρέτης]]), [[κυρίως]], [[κωπηλάτης]] [[απέναντι]] σε άλλον· γενικά, [[αντίπαλος]], [[ανταγωνιστής]], σε Αισχύλ.
}}
}}