3,258,246
edits
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντισηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ισορροπώ]], [[αντισταθμίζω]], με δοτ., σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀντισηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ισορροπώ]], [[αντισταθμίζω]], με δοτ., σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντισηκόω:''' уравновешивать, возмещать (τινος Eur. и τινι Aesch.): ἀντισηκώσας σε φθείρει τις τῆς εὐπραξίας Eur. кто-то в воздаяние (т. е. из мести) разрушает твое благополучие; ἀ. [[χάριν]] τινι Luc. отблагодарить за что-л.; δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ τινι Aesch. быть вдвое тяжелее чего-л. | |||
}} | }} |