ἀντισηκόω

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισηκόω Medium diacritics: ἀντισηκόω Low diacritics: αντισηκόω Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΟΩ
Transliteration A: antisēkóō Transliteration B: antisēkoō Transliteration C: antisikoo Beta Code: a)ntishko/w

English (LSJ)

counterbalance, compensate for, c. dat. rei, ὡς τοῖσδε (sc. κακοῖς) δὶς ἀντισηκῶσαι A.Pers.437: c. gen., ἀντισηκώσας δέ σε φθείρει θεῶν τις τῆς πάροιθ' εὐπραξίας some god ruins thee, making compensation for, balancing, thy former happiness, E.Hec.57, cf. D.S.31.12: c. acc., τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν I will compensate the favour by honours, Luc. Trag.243; support by way of compensation, τινά Hp.Acut.29, cf. Art.6:—Pass., ἡ ὠφέλεια πολλαῖς ὀδύναις -οῦται Simp. in Epict. p.27 D.

Spanish (DGE)

1 equilibrar c. ac. βάρος Hero Spir.1.39, en v. pas. (τὸ σῶμα) ἀντισηκωθείη (el cuerpo) sería mantenido en equilibrio Hp.Art.6.
2 fig. compensar abs. αὖθις οἷον ἐκ μεταμελείας ἀντισηκοῦν καὶ λυμαίνεσθαι τὰ κατορθώματα Plb.29.22.2
c. dat. contrapesar ὡς τοῖσδε (κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι (pues tal desgracia dolorosa les llegó) que dos veces iguala a estos (males) con su peso A.Pers.437, en v. pas. (ἡ ὠφέλεια) πολλαῖς ὀδύναις ... ἀντισηκοῦται Simp.in Epict.p.27
c. gen. ἀντισηκώσας δέ σε φθείρει θεῶν τις τῆς πάροιθ' εὐπραξίας algun dios te aniquila envidándote la contrapartida de bienes anteriores E.Hec.57, cf. D.S.31.12
c. ac. y dat. dar en compensación a cambio de τῇ δὲ σῇ προθυμίᾳ ἴσαισι τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν Luc.Trag.243.

French (Bailly abrégé)

ἀντισηκῶ :
faire contrepoids, contrebalancer : τινος qch ; τινι δὶς ῥοπῇ ESCHL peser deux fois autant que qch.
Étymologie: ἀντί, σηκόω.

German (Pape)

(Vetera Lexica ἐξισάζω, ζυγοστατέω), eigtl. durch ein Gegengewicht auf der Wage das Gleichgewicht herstellen, dah.
1 ins Gleichgewicht bringen, ausgleichen, θεῶν τις φθείρει σε, ἀντισηκώσας τῆς πάροιθ' εὐπραξίας Eur. Hec. 59; Sp., z.B. Luc. Tragod. 243 τῇ σῇ προθυμίᾳ ἴσαισι τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν.
2 aufwiegen, an Gewicht übertreffen, δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, zweimal so schwer sein, Aesch. Pers. 429.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισηκόω: уравновешивать, возмещать (τινος Eur. и τινι Aesch.): ἀντισηκώσας σε φθείρει τις τῆς εὐπραξίας Eur. кто-то в воздаяние (т. е. из мести) разрушает твое благополучие; ἀ. χάριν τινι Luc. отблагодарить за что-л.; δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ τινι Aesch. быть вдвое тяжелее чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισηκόω: ἀντιρρέπω, τὸ βάρος μου σηκώνει τὴν ἀπέναντι πλάστιγγα καὶ φέρει αὐτὴν εἰς ἰσορροπίαν πρὸς τὴν ἄλλην, ἀντισταθμίζω (πρβλ. ἀνασηκόω), μετὰ δοτ. πράγμ. ὡς τοῖσδε (δηλ. κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκώσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· μετὰ γεν., θεῶν τις φθείρει σε, ἀντισηκώσας τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, θεός τις σὲ καταστρέφει φέρων σε εἰς τὸ ἀντίθετον τῆς πρῴην εὐτυχίας σου, Εὐρ. Ἑκ. 57· μετὰ αἰτ., τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν, θὰ ἀνταποδώσω διὰ τιμῶν χάριν, Λουκ. Τραγ. 243· ἀντισταθμίζω, τὸν γοῦν παρὰ τὸ ἔθος κενεαγγήσαντα ξυμφέρει ταύτην τὴν ἡμέραν ἀντισηκῶσαι ὧδε ἀριγέως, κτλ. Ἱππ. περὶ διαίτ. Ὀξ. 389.10, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 782G. ΙΙ. φέρω εἰς ἰσορροπίαν, τὰς πλάστιγγας Κλήμ. Ἀλ. 151.

Greek Monotonic

ἀντισηκόω: μέλ. -ώσω, ισορροπώ, αντισταθμίζω, με δοτ., σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

to counterbalance, compensate for, c. dat., Aesch.; c. gen., Eur.