ἄπαυστος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπαυστος:''' -ον (παύομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[συνεχής]], [[ατελεύτητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, [[ακόρεστος]], [[δίψα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, [[γόων]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄπαυστος:''' -ον (παύομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[συνεχής]], [[ατελεύτητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, [[ακόρεστος]], [[δίψα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, [[γόων]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπαυστος:''' <b class="num">1)</b> непрекращающийся, нескончаемый, бесконечный ([[αἰών]] Aesch.; [[βίος]] Plat.); беспрестанный, непрерывный (ἄτα, ἀ. καὶ [[ἀθάνατος]] Soph.; [[δίψα]] Thuc.; [[φορά]] Plat.; [[κίνησις]] Arst.; νιφετοί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не перестающий (τινος Eur.).
}}
}}