ἀποψηφίζομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποψηφίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απαλλάσσω]] με την ψήφο μου κάποιον από μια [[κατηγορία]] θανάτου, τον [[αθωώνω]], <i>ἀποψηφίζεσθαί τινος</i>, [[απαλλάσσω]] κάποιον από την [[ποινή]] του θανάτου με την ψήφο μου, [[αρνούμαι]] να τον καταδικάσω σε θάνατο, αντίθ. προς το <i>καταψηφίζεσθαι</i>, σε Λυκούργ.· εξού, <i>ἀποψηφίζομαί τινος</i>, [[απαλλάσσω]], δηλ. [[αθωώνω]] με την ψήφο μου κάποιον που κατηγορείται για [[κάτι]], σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., [[ρίχνω]] αθωωτική ψήφο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[στερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα με την ψήφο μου ως [[μέλος]] του δήμου, σε Δημ. — Παθ., έχω στερηθεί τα [[πολιτικά]] μου δικαιώματα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., λέγεται για δικαστές, [[ἀποψηφίζομαι]] γραφήν, [[ψηφίζω]] [[εναντίον]] της αποδοχής μιας κατηγορίας, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[ἀποψηφίζομαι]] μὴ ποιεῖν τι, [[ψηφίζω]] κατά της εκτέλεσης κάποιου πράγματος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποψηφίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απαλλάσσω]] με την ψήφο μου κάποιον από μια [[κατηγορία]] θανάτου, τον [[αθωώνω]], <i>ἀποψηφίζεσθαί τινος</i>, [[απαλλάσσω]] κάποιον από την [[ποινή]] του θανάτου με την ψήφο μου, [[αρνούμαι]] να τον καταδικάσω σε θάνατο, αντίθ. προς το <i>καταψηφίζεσθαι</i>, σε Λυκούργ.· εξού, <i>ἀποψηφίζομαί τινος</i>, [[απαλλάσσω]], δηλ. [[αθωώνω]] με την ψήφο μου κάποιον που κατηγορείται για [[κάτι]], σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., [[ρίχνω]] αθωωτική ψήφο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[στερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα με την ψήφο μου ως [[μέλος]] του δήμου, σε Δημ. — Παθ., έχω στερηθεί τα [[πολιτικά]] μου δικαιώματα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., λέγεται για δικαστές, [[ἀποψηφίζομαι]] γραφήν, [[ψηφίζω]] [[εναντίον]] της αποδοχής μιας κατηγορίας, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[ἀποψηφίζομαι]] μὴ ποιεῖν τι, [[ψηφίζω]] κατά της εκτέλεσης κάποιου πράγματος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποψηφίζομαι:''' <b class="num">1)</b> голосовать против, отвергать, отклонять (τι Isae., Dem.; γραφήν Aeschin.; νόμον Plat.; τὸν θρίαμβον Plut.); проваливать на выборах, отводить (τινα Plut.): [[κύριος]] ἀποψηφιζόμενος Arst. имеющий право отклонять (вето); ἀποψηφίσασθαι μὴ ποιεῖν τι Xen., Dem. решить не делать чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> исключать из состава граждан (τινος Aeschin., Dem.): ἀποψηφισθῆναι τοῦ πολιτεύματος Dem. быть лишенным гражданства;<br /><b class="num">3)</b> отводить обвинение, оправдывать по суду (Plat.; τινος Lys., Dem., Arst.).
}}
}}